Η ενεργειακή απόδοση αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για ένα datacenter, ενώ διαπιστώνεται ότι ένας σχεδιασμός που βασίζεται αποκλειστικά στο PUE και την ενεργειακή απόδοση των μηχανημάτων μπορεί να αποδειχτεί λανθασμένος. Σύμφωνα με την APC by Schneider Electric, τέτοια λάθη μπορούν να αποφευχθούν εάν συνεκτιμώνται περισσότερα στοιχεία κατά τη διαδικασία λήψης μιας απόφασης σχετικά με τη δομή και το είδος συστημάτων ενός datacenter.
Οι επαγγελματίες από το χώρο του IT αναγνωρίζουν τα πολλαπλά πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα data centers, γιΆ αυτό σήμερα δεν υπάρχει πρακτικά κανένα κέντρο μηχανογράφησης χωρίς virtualization των υποδομών του. ΠαρΆ όλα αυτά, υπάρχει ο κίνδυνος εμφάνισης ορισμένων αρνητικών επιπτώσεων, αν το virtualization συνδυάζεται με εφαρμογές που απαιτούν περιβάλλον υψηλής πυκνότητας σε μικρό αριθμό φυσικών μηχανών (high density applications), όχι μόνον εξαιτίας των τεράστιων θερμικών φορτίων που δημιουργούνται σε κάποια σημεία του data center, αλλά κυρίως γιατί τα φορτία αυτά μπορούν να μετατοπίζονται δυναμικά στο εσωτερικό του κέντρου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η αποδοτικότητα των συστημάτων ψύξης και να προκαλείται υπερθέρμανση. Η χαμηλή αποδοτικότητα οδηγεί σε μικρότερη εξοικονόμηση κόστους μέσα από τη χρήση του virtualization. Η APC by Schneider Electric αναφέρει πως ο συντελεστής PUE, η βελτιστοποίηση και η κλιμακωτή δυνατότητα επέκτασης, βοηθούν τους επαγγελματίες να εντοπίσουν τέτοιες περιπτώσεις.
Η παράμετρος PUE ορίζεται ως ο λόγος της ενέργειας που καταναλώνεται στο σύνολο των φυσικών του υποδομών ενός data center, προς την κατανάλωση στα μηχανήματα IT. Σήμερα, η εκτίμηση της ενεργειακής απόδοσης ενός data center γίνεται πολλές φορές με βάση μόνο το συγκεκριμένο μέγεθος, παρόλο που κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Παρά το ότι οι σύγχρονοι servers μπορούν να λειτουργούν σε υψηλότερες θερμοκρασίες, χρειάζονται περισσότερο αέρα για την ψύξη τους. Η ανάγκη για μεγαλύτερη ροή αέρα μπορεί να ικανοποιηθεί μόνον εάν αυξηθεί ο ρυθμός περιστροφής των ανεμιστήρων, πράγμα που μεταφράζεται σε υψηλότερη κατανάλωση. Σύμφωνα με την APCbySchneiderElectric, εάν η θερμοκρασία του εισερχόμενου αέρα είναι πάνω από 25°C, η αύξηση στην κατανάλωση των ανεμιστήρων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την οικονομία που επιτυγχάνεται λόγω της δυνατότητας των μηχανημάτων να λειτουργούν σε υψηλότερες θερμοκρασίες.
Ένα data center πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ενιαία μονάδα, ενώ το PUE δεν θα πρέπει να αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις φυσικές υποδομές, την ενεργειακή πυκνότητα, τη θερμοκρασία και τις ενδεδειγμένες λύσεις για την ψύξη. Οι επαγγελματίες μπορούν να βασίζονται σε ορισμένους δείκτες οι οποίοι προσπαθούν να προσδιορίσουν τη συνολική ενεργειακή απόδοση ενός κέντρου, όπως το ανθρακικό αποτύπωμα και η επεξεργαστική ισχύς για κάθε μονάδα ενέργειας που καταναλώνεται.
«Ο παράγοντας της βελτιστοποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής ή του εκσυγχρονισμού ενός data center, είναι πολύ σημαντικό να προσδιοριστεί η λειτουργία του, δηλαδή ποιες λειτουργίες θα πρέπει να υποστηρίζει, καθώς επίσης και το ποιες είναι οι απαιτήσεις από πλευράς διαθεσιμότητας. Χρησιμοποιώντας αυτά τα στοιχεία και λαμβάνοντας υπΆ όψιν ορισμένες παραμέτρους, όπως η συνολική επιφάνεια και η μέγιστη απόδοση λειτουργίας, ο επαγγελματίας μπορεί να προχωρήσει στον προσδιορισμό της βέλτιστης υποδομής που θα ικανοποιεί τις ανάγκες ΙΤ σε βάθος
χρόνου και παράλληλα θα βοηθά στον περιορισμό τόσο της αρχικής δαπάνης, όσο και του κόστους λειτουργίας», δήλωσε σχετικά ο κ. Γιώργος Δριτσάνος, Εμπορικός Διευθυντής του τομέα ΙΤ της Schneider Electric για την Ελλάδα, την Κύπρο και την Μάλτα.
Έτσι, κατά το σχεδιασμό ενός data center, θα πρέπει να λαμβάνεται υπΆ όψιν το είδος των εφαρμογών, οι διαδικασίες ή οι λειτουργίες που θα υποστηρίζονται, η απαιτούμενη χωρητικότητα, καθώς και ο διαθέσιμος προϋπολογισμός. Επιπλέον, τα συστήματα ελεύθερης ψύξης που χρησιμοποιούνται σε μεγαλύτερα data centers, μπορούν να ψύχουν τις εγκαταστάσεις χωρίς τη χρήση συμπιεστών ακόμη και όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι σχετικά υψηλή. Χαρακτηριστικά, το σύστημα EcoBreeze της Schneider Electric μπορεί να συνδυάσει δύο λύσεις ελεύθερης ψύξης. Παρόλο που η αρχική επένδυση είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από ένα συμβατικό σύστημα κλιματισμού, η εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση (επιμέρους PUE < 1.15) σημαίνει ότι η επένδυση μπορεί να αποσβεσθεί σε περίπου τρία χρόνια.
Τέλος, η δυνατότητα κλιμακωτής επέκτασης είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς καλύπτει πεδία πέρα από εκείνα του εξοπλισμού ΙΤ, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα συστήματα της APC by Schneider Electric για κέντρα μηχανογράφησης. Με αυτό τον τρόπο, η προσαρμογή των απαιτήσεων μιας εγκατάστασης γίνεται με ακρίβεια. Μια τέτοια δομή μπορεί να ανταποκριθεί ταχύτατα στις απαιτήσεις ενός συστήματος ΙΤ, εάν έχει εξαρχής αντιμετωπιστεί, από σχεδιαστικής πλευράς, ως ένα ενιαίο σύνολο.
Συμπερασματικά, οι ευέλικτες υποδομές έχουν θετικά αποτελέσματα σε επίπεδο αρχικής επένδυσης, αλλά και σε ευκολότερη λειτουργία και συντήρηση, κάτι που με τη σειρά του μεταφράζεται σε υψηλότερη διαθεσιμότητα.