Συμμόρφωση με τον Νέο Κανονισμό για την Ψηφιακή Ανθεκτικότητα στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα
Παναγιώτης Καλαντζής
Cyber Security & Data Privacy Expert
Εισαγωγή
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει αναδείξει την κυβερνοασφάλεια σε ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παγκοσμίως. Στην Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία καθώς οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι πάροχοι επενδυτικών υπηρεσιών έχουν επιταχύνει σημαντικά τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό τα τελευταία χρόνια, εν μέρει λόγω της πανδημίας COVID-19 και της αυξανόμενης ζήτησης για ψηφιακές υπηρεσίες.
Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχοντας επιβιώσει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και αναδιάρθρωση, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπο με νέες προκλήσεις που αφορούν την ψηφιακή του ανθεκτικότητα. Οι κυβερνοαπειλές γίνονται ολοένα και πιο εξελιγμένες, με τις επιθέσεις ransomware, το phishing και τις επιθέσεις DDoS να στοχεύουν συχνά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το 2023, σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, καταγράφηκε αύξηση άνω του 35% στις κυβερνοεπιθέσεις κατά ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κανονισμός DORA (Digital Operational Resilience Act) της Ευρωπαϊκής Ένωσης έρχεται να αντιμετωπίσει συστηματικά τις προκλήσεις της ψηφιακής ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο κανονισμός αυτός αντιπροσωπεύει μια ολιστική προσέγγιση στην κυβερνοασφάλεια, καλύπτοντας όχι μόνο την προστασία από επιθέσεις, αλλά και την ικανότητα των ιδρυμάτων να διατηρούν τις κρίσιμες λειτουργίες τους και να ανακάμπτουν γρήγορα μετά από περιστατικά.
Χρονοδιάγραμμα Εφαρμογής του Κανονισμού DORA
Ο κανονισμός Digital Operational Resilience Act (DORA), αποτελεί μια καθοριστική νομοθετική πρωτοβουλία της ΕΕ για την ενίσχυση της ψηφιακής ανθεκτικότητας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, προβλέπει τέσσερα βασικά χρονικά ορόσημα.
Τον Δεκέμβριο 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τον κανονισμό ως μέρος του Πακέτου Ψηφιακής Χρηματοδότησης (Digital Finance Package), αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη ψηφιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και τους συνεπαγόμενους κινδύνους. Η πρόταση βασίστηκε σε εκτεταμένες αναλύσεις που έδειξαν ότι οι κυβερνοεπιθέσεις στον τομέα είχαν αυξηθεί κατά 300% την περίοδο 2018-2020, ενώ η πανδημία COVID-19 επιτάχυνε περαιτέρω την ψηφιακή μετάβαση.
Τον Νοέμβριο 2022, μετά από διετείς διαπραγματεύσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υιοθέτησαν επίσημα τον κανονισμό, εισάγοντας σημαντικές τροποποιήσεις που διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής του και ενίσχυσαν τις διατάξεις για τον έλεγχο τρίτων παρόχων υπηρεσιών ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών).
Τις 17 Ιανουαρίου 2023, ο κανονισμός DORA τέθηκε επίσημα σε ισχύ, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας διετούς μεταβατικής περιόδου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές ξεκίνησαν να αναπτύσσουν τα απαραίτητα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, ενώ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να προσαρμόζουν τις λειτουργίες τους στις νέες απαιτήσεις.
Η προθεσμία του Ιανουαρίου 2025 αποτέλεσε το τελικό ορόσημο, όταν όλες οι επηρεαζόμενες οντότητες πρέπει να επιδείξουν πλήρη συμμόρφωση. Έως τότε, πρέπει να έχουν εφαρμοστεί ολοκληρωμένα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων ICT, συστήματα ανίχνευσης και αναφοράς περιστατικών, προγράμματα δοκιμών ψηφιακής ανθεκτικότητας και διαδικασίες παρακολούθησης τρίτων παρόχων.
Η Ψηφιακή Ωριμότητα και οι προκλήσεις Κυβερνοασφάλειας κατά την συμμόρφωση με τον νέο κανονισμό
Τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια ψηφιακής εξέλιξης. Οι μεγάλες τράπεζες έχουν επενδύσει σημαντικά στην κυβερνοασφάλεια, όμως τα μικρότερα ιδρύματα αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, όπως:
- Περιορισμένοι πόροι: Τα μικρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συχνά δεν διαθέτουν επαρκή κεφάλαια και τεχνολογικές υποδομές για την υλοποίηση ολοκληρωμένων λύσεων κυβερνοασφάλειας.
- Έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού: Το κενό σε επαγγελματίες κυβερνοασφάλειας καθιστά δύσκολη την εφαρμογή προηγμένων στρατηγικών προστασίας.
- Παλαιά συστήματα πληροφορικής: Πολλά ιδρύματα εξακολουθούν να λειτουργούν με συστήματα που δεν συμβαδίζουν με τις σύγχρονες απαιτήσεις ασφαλείας.
- Αυξανόμενη πολυπλοκότητα των υποδομών: Η εκτεταμένη χρήση τεχνολογιών όπως το cloud computing, τα API και οι εξωτερικοί πάροχοι υπηρεσιών προσθέτουν νέες προκλήσεις ασφάλειας και διαχείρισης κινδύνων.
Η ουσία του νέου Κανονισμού
Ο κανονισμός DORA δεν είναι απλώς ένα ακόμη κανονιστικό πλαίσιο. Αντιπροσωπεύει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και αποτελεί μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της ΕΕ για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα.
Ο κανονισμός στοχεύει στην εξασφάλιση ότι όλοι οι συμμετέχοντες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα διαθέτουν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για τον μετριασμό των κυβερνοεπιθέσεων και άλλων κινδύνων που σχετίζονται με τις ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών). Με αυτό τον τρόπο, αποσκοπεί στη θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έναντι των κυβερνοαπειλών και των σχετικών κινδύνων.
Η φιλοσοφία του κανονισμού βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψηφιακή ανθεκτικότητα αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα και την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ψηφιακή εποχή, και εισάγει ένα ολιστικό πλαίσιο που εδράζεται σε πέντε αλληλένδετους πυλώνες.
Πρώτον, απαιτεί από τις χρηματοπιστωτικές οντότητες να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ένα ισχυρό και ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης κινδύνων ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών).
Σε έναν κόσμο όπου οι κυβερνοεπιθέσεις γίνονται όλο και πιο εξελιγμένες, η διαχείριση κινδύνων δεν είναι πολυτέλεια, αλλά επιτακτική ανάγκη. Οι οργανισμοί καλούνται να αναπτύξουν διαδικασίες που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν, να αξιολογούν και να αντιμετωπίζουν τις απειλές πριν αυτές εξελιχθούν σε καταστροφικά περιστατικά.
Αυτό δεν είναι απλώς μια τυπική διαδικασία, αλλά μια βαθιά ενσωμάτωση της αντίληψης του κινδύνου στην καθημερινή λειτουργία των ιδρυμάτων, με τη συμμετοχή όλων των επιπέδων διοίκησης και προσωπικού. Το γεγονός αυτό απαιτεί:
- Επανεξέταση των υφιστάμενων μηχανισμών διαχείρισης κινδύνων.
- Ενσωμάτωση της κυβερνοασφάλειας στη συνολική επιχειρησιακή στρατηγική.
- Καθορισμό σαφών ρόλων και υπευθυνοτήτων σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.
Τα παραπάνω περιλαμβάνουν την καταγραφή και ταξινόμηση όλων των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων ΤΠΕ, ώστε να είναι σαφές τι ακριβώς πρέπει να προστατευθεί. Στη συνέχεια, πρέπει να αναλυθούν οι πιθανές απειλές, τόσο από εξωτερικές επιθέσεις όσο και από εσωτερικές αδυναμίες. Η χρήση ανάλυσης επιπτώσεων (BIA – Business Impact Analysis) βοηθά στον προσδιορισμό της κρισιμότητας κάθε υπηρεσίας, επιτρέποντας στους οργανισμούς να κατανείμουν τους πόρους τους εκεί που πραγματικά χρειάζεται.
Δεύτερον, ο κανονισμός καθιερώνει ένα εναρμονισμένο σύστημα αναφοράς συμβάντων σχετικών με τις ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών). Στον ψηφιακό κόσμο, το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει κυβερνοεπίθεση, αλλά πότε. Γι’ αυτό, οι οργανισμοί πρέπει να είναι έτοιμοι να ανιχνεύσουν, να αναφέρουν και να αντιμετωπίσουν άμεσα κάθε περιστατικό κυβερνοασφάλειας.
Όταν συμβαίνει ένα σημαντικό περιστατικό, οι οντότητες πρέπει να το αναφέρουν άμεσα, επιτρέποντας έτσι την έγκαιρη αντιμετώπιση και τη συλλογική μάθηση από τα περιστατικά αυτά. Πιο συγκεκριμένα, οι οντότητες απαιτείται να προβούν άμεσα, σε περίπτωση ύπαρξης σημαντικού περιστατικού, σε:
- Αναφορά σημαντικών περιστατικών εντός ωρών από την ανίχνευσή τους.
- Υποχρεωτική τεκμηρίωση και ανάλυση των περιστατικών.
- Σαφείς διαδικασίες κλιμάκωσης και επικοινωνίας με τις αρμόδιες αρχές.
Για να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις, τα ελληνικά ιδρύματα πρέπει να αναπτύξουν αυτοματοποιημένα συστήματα ανίχνευσης και διαχείρισης περιστατικών. Επιπρόσθετα, Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο αναφοράς απαιτεί τη δημιουργία κεντρικού μητρώου καταγραφής περιστατικών, την υποχρεωτική ενημέρωση των αρμόδιων αρχών σε περίπτωση σοβαρών περιστατικών και τη διεξαγωγή forensic ανάλυσης για την ανίχνευση των αιτίων. Η επικοινωνία με τις ρυθμιστικές αρχές δεν πρέπει να είναι απλώς μια γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά μια στρατηγική ενέργεια που συμβάλλει στην ενίσχυση της συνολικής κυβερνοασφάλειας.
Ο τρίτος πυλώνας αφορά τις δοκιμές ψηφιακής ανθεκτικότητας. Δεν αρκεί να υπάρχουν συστήματα ασφαλείας – πρέπει να δοκιμάζονται τακτικά για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους. Οι κυβερνοεπιθέσεις γίνονται συνεχώς πιο περίπλοκες, και γι’ αυτό οι οργανισμοί πρέπει να διεξάγουν δοκιμές διείσδυσης (penetration testing) και προσομοιώσεις κυβερνοεπιθέσεων.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καλούνται να υποβάλλουν τακτικά τα συστήματά τους σε εξονυχιστικές δοκιμές, προσομοιώνοντας πραγματικές κυβερνοεπιθέσεις, ώστε να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται οι αδυναμίες πριν αυτές αξιοποιηθούν από κακόβουλους δρώντες. Τέτοιες δοκιμές, κατ’ελάχιστον, είναι οι:
- Δοκιμές τρωτότητας (vulnerability assessment and testing).
- Δοκιμές διείσδυσης (penetration testing).
- Προσομοιώσεις κυβερνοεπιθέσεων (red team exercises).
Οι δοκιμές αυτές δεν έχουν ως στόχο μόνο την ανίχνευση κενών ασφαλείας, αλλά και την εκπαίδευση του προσωπικού στην αντιμετώπιση πραγματικών περιστατικών. Όταν μια επίθεση συμβεί στην πραγματικότητα, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της αντίδρασης μπορεί να κάνουν τη διαφορά μεταξύ μιας ελεγχόμενης κατάστασης και μιας επιχειρησιακής καταστροφής.
Ο τέταρτος πυλώνας αναγνωρίζει ότι στον σημερινό διασυνδεδεμένο κόσμο, πολλοί κίνδυνοι προέρχονται από τρίτα μέρη. Οι οργανισμοί δεν λειτουργούν σε απομόνωση· βασίζονται σε τρίτους παρόχους για κρίσιμες τεχνολογικές υπηρεσίες. Ωστόσο, η εξάρτηση αυτή φέρνει και νέους κινδύνους.
Ο κανονισμός εισάγει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων τρίτων μερών, απαιτώντας από τις οντότητες να επιβλέπουν προσεκτικά τους παρόχους υπηρεσιών ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών), ιδιαίτερα εκείνους που θεωρούνται κρίσιμοι. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να:
- Χαρτογραφήσουν όλες τις εξωτερικές υπηρεσίες που χρησιμοποιούν.
- Αναθεωρήσουν και ενισχύσουν τις συμβάσεις με τρίτους παρόχους.
- Αναπτύξουν σχέδια αντιμετώπισης πιθανών διακοπών υπηρεσιών.
Η συμμόρφωση με τον κανονισμό απαιτεί τη διασφάλιση ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρούν τα ίδια υψηλά πρότυπα ασφαλείας. Αυτό σημαίνει ότι οι οργανισμοί πρέπει να διαμορφώσουν αυστηρούς όρους στις συμβάσεις τους, να διεξάγουν τακτικούς ελέγχους συμμόρφωσης και να έχουν εναλλακτικές στρατηγικές σε περίπτωση που ένας πάροχος αποτύχει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ασφαλείας.
Τέλος, ο πέμπτος πυλώνας προωθεί την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων. Η κοινή γνώση για απειλές και τρωτά σημεία ενισχύει τη συλλογική άμυνα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δημιουργώντας ένα περιβάλλον συνεργασίας έναντι των κοινών απειλών.
Περιττό να αναφέρουμε, ότι ο κανονισμός απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και βελτίωση των διαδικασιών και μηχανισμών ασφάλειας. Οι κυβερνοαπειλές εξελίσσονται συνεχώς – και η αμυντική στρατηγική των οργανισμών πρέπει να ακολουθεί τον ίδιο ρυθμό. Αυτό σημαίνει ότι η συμμόρφωση με τον κανονισμό δεν είναι μια εφάπαξ διαδικασία, αλλά μια διαρκής προσπάθεια.
Προκλήσεις Συμμόρφωσης με τον Κανονισμό
Η συμμόρφωση με τον κανονισμό φέρνει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκλήσεις που απαιτούν στρατηγική αντιμετώπιση:
Πολυπλοκότητα και Κόστος Υλοποίησης. Η δημιουργία ενός ανθεκτικού πλαισίου ασφαλείας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές και εξειδικευμένο προσωπικό. Επιπλέον, η συνεχής ενημέρωση και αναβάθμιση των συστημάτων επιβαρύνει τους οργανισμούς οικονομικά και λειτουργικά.
Ανεπάρκεια Εξειδικευμένου Προσωπικού. Η κυβερνοασφάλεια είναι ένας τομέας που εξελίσσεται ραγδαία, και η εύρεση εξειδικευμένων επαγγελματιών αποτελεί πρόκληση. Οι οργανισμοί πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση και διαρκή κατάρτιση των εργαζομένων τους.
Διαχείριση Συμβάντων σε Πραγματικό Χρόνο. Η ταχύτητα απόκρισης σε μια κυβερνοεπίθεση είναι κρίσιμη. Οι οργανισμοί πρέπει να αναπτύξουν προηγμένα συστήματα real-time παρακολούθησης και αυτοματοποίησης, όπως τα SIEM (Security Information and Event Management), ώστε να ανιχνεύουν και να αποκρούουν απειλές προτού προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Συμμόρφωση με Πολλαπλά Ρυθμιστικά Πλαίσια. Η ανάγκη συμμόρφωσης με διαφορετικούς κανονισμούς (π.χ. GDPR, NIS2) αυξάνει την πολυπλοκότητα και απαιτεί μια ευέλικτη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων.
Στρατηγικές για Επιτυχή Συμμόρφωση με τον Κανονισμό
Η συμμόρφωση με τον κανονισμό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται την κυβερνοασφάλεια και τη συνολική ψηφιακή τους ανθεκτικότητα δεν είναι απλώς μια υπόθεση τεχνικής φύσεως, αλλά μια στρατηγική απόφαση που μπορεί να καθορίσει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητά τους.
Υιοθέτηση της Προσέγγισης “Ασφάλεια εκ Σχεδιασμού” – Ο σχεδιασμός κάθε νέου πληροφοριακού συστήματος θα πρέπει να ξεκινά με μια θεμελιώδη αρχή: η ασφάλεια δεν είναι κάτι που προστίθεται εκ των υστέρων, αλλά κάτι που πρέπει να ενσωματώνεται από την πρώτη στιγμή. Κατά την ανάπτυξη νέων τεχνολογικών υποδομών, οι οργανισμοί οφείλουν να υιοθετήσουν μια προληπτική στάση απέναντι στους κυβερνοκινδύνους. Πριν καν γραφεί η πρώτη γραμμή κώδικα, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί αξιολογήσεις ασφαλείας, ώστε να εντοπιστούν πιθανά τρωτά σημεία και να προληφθούν παραβιάσεις που θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικές.
Η διαδικασία αυτή δεν σταματά με την αρχική ανάπτυξη. Τα συστήματα πρέπει να εξετάζονται διαρκώς, με αναθεωρήσεις κώδικα και δοκιμές ασφαλείας, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία τους έναντι εξελισσόμενων απειλών. Παράλληλα, οι ομάδες ανάπτυξης δεν αρκεί να γνωρίζουν απλώς τις τεχνικές κωδικοποίησης· πρέπει να εκπαιδεύονται συνεχώς στις βέλτιστες πρακτικές ασφαλούς προγραμματισμού, ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάζουν συστήματα που αντέχουν στις σύγχρονες κυβερνοεπιθέσεις.
Επένδυση σε Αυτοματοποίηση και Εξειδικευμένα Εργαλεία – Οι κυβερνοαπειλές δεν δρουν με σταθερούς ρυθμούς· είναι δυναμικές, εξελίσσονται και απαιτούν συνεχή παρακολούθηση. Σε αυτό το περιβάλλον, οι οργανισμοί δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στη χειροκίνητη ανάλυση δεδομένων και στην ανθρώπινη εποπτεία. Η αυτοματοποίηση παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς μπορεί να εξασφαλίσει ταχύτητα, ακρίβεια και αποτελεσματικότητα στην ανίχνευση και απόκριση σε περιστατικά ασφαλείας.
Μέσω συστημάτων SIEM, οι οργανισμοί μπορούν να συλλέγουν και να αναλύουν δεδομένα σε πραγματικό χρόνο, ανιχνεύοντας έγκαιρα τυχόν ύποπτες δραστηριότητες. Παράλληλα, η χρήση αυτοματοποιημένων εργαλείων αξιολόγησης τρωτότητας εξασφαλίζει ότι κάθε σύστημα εξετάζεται διεξοδικά και σε τακτική βάση, ώστε να εντοπιστούν και να επιδιορθωθούν αδυναμίες πριν αυτές εκμεταλλευτούν από κακόβουλους παράγοντες. Επιπλέον, οι πλατφόρμες GRC προσφέρουν μια ενοποιημένη εικόνα της συμμόρφωσης του οργανισμού, διευκολύνοντας τη διαχείριση κινδύνων και τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων.
Ανάπτυξη Ολοκληρωμένης Στρατηγικής Ανθεκτικότητας – Δεν αρκεί απλώς να αποτρέπεται μια κυβερνοεπίθεση· οι οργανισμοί πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για το χειρότερο σενάριο. Μια πλήρης στρατηγική ανθεκτικότητας περιλαμβάνει σχέδια επιχειρησιακής συνέχειας και ανάκαμψης από καταστροφές, διασφαλίζοντας ότι σε περίπτωση σοβαρού συμβάντος, οι κρίσιμες λειτουργίες θα συνεχίσουν να εκτελούνται με τις ελάχιστες δυνατές διακοπές.
Οι τακτικές ασκήσεις προσομοίωσης περιστατικών κυβερνοασφάλειας είναι επίσης απαραίτητες. Μέσω αυτών, οι ομάδες ασφαλείας μπορούν να δοκιμάσουν στην πράξη τα σχέδιά τους, να εντοπίσουν αδυναμίες στις διαδικασίες απόκρισης και να βελτιώσουν τη συνολική τους ετοιμότητα. Η εφαρμογή της αρχής “πολλαπλών επιπέδων άμυνας” διασφαλίζει ότι ακόμα και αν ένα μέτρο ασφαλείας αποτύχει, θα υπάρχουν επιπλέον μηχανισμοί προστασίας, αποτρέποντας την πλήρη διάβρωση των συστημάτων.
Συνεργασία με Εξειδικευμένους Συμβούλους – Η συμμόρφωση με τον κανονισμό απαιτεί γνώση, εμπειρία και στρατηγική καθοδήγηση. Πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιτυχία της μετάβασής τους στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις, επιλέγουν να συνεργαστούν με εξειδικευμένους συμβούλους. Οι ειδικοί αυτοί μπορούν να αναλύσουν τα συστήματα και τις διαδικασίες του οργανισμού, να εντοπίσουν αδυναμίες και να δημιουργήσουν έναν σαφή οδικό χάρτη συμμόρφωσης. Επιπλέον, η τεχνική τους καθοδήγηση διασφαλίζει ότι η υλοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών πραγματοποιείται με τον πιο αποδοτικό και βιώσιμο τρόπο.
Το Κόστος της Συμμόρφωσης και τα Οφέλη της Ανθεκτικότητας – Η συμμόρφωση με τον κανονισμό συνοδεύεται από οικονομικές απαιτήσεις. Οι επενδύσεις σε τεχνολογία, η πρόσληψη ή εκπαίδευση εξειδικευμένου προσωπικού, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες και οι τακτικές δοκιμές ασφαλείας είναι απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας. Ωστόσο, το κόστος μη συμμόρφωσης είναι πολύ μεγαλύτερο. Τα πρόστιμα που προβλέπονται είναι υψηλά, ενώ οι ζημιές στη φήμη ενός οργανισμού μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια εμπιστοσύνης από τους πελάτες και τους συνεργάτες. Επιπλέον, οι κυβερνοεπιθέσεις που δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα μπορεί να προκαλέσουν διακοπές λειτουργίας, με ανυπολόγιστες οικονομικές και επιχειρησιακές συνέπειες.
Ο οδικός χάρτης προς τη συμμόρφωση
Για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η προετοιμασία για τον κανονισμό είναι ένα σύνθετο εγχείρημα που απαιτεί συστηματική προσέγγιση. Συνιστάται μια προσέγγιση τεσσάρων φάσεων.
Η πρώτη φάση, αφορά την αξιολόγηση και τον σχεδιασμό. Σε αυτό το στάδιο, οι οντότητες πρέπει να διεξάγουν λεπτομερείς αξιολογήσεις κενών, συγκρίνοντας τις υφιστάμενες πρακτικές τους με τις απαιτήσεις του κανονισμού. Αυτή η ανάλυση θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου οδικού χάρτη συμμόρφωσης, που θα πρέπει να περιλαμβάνει προσδιορισμό των απαιτούμενων πόρων και επενδύσεων.
Η δεύτερη φάση, θα πρέπει να είναι αφιερωμένη στην υλοποίηση των βασικών απαιτήσεων. Οι οντότητες πρέπει να ενισχύσουν τα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών), να αναπτύξουν ή βελτιώσουν τις διαδικασίες αναφοράς συμβάντων και να προετοιμαστούν για τις απαιτήσεις δοκιμών ψηφιακής ανθεκτικότητας.
Η τρίτη φάση, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ολοκλήρωση της συμμόρφωσης. Η διεξαγωγή πλήρων δοκιμών όλων των εφαρμοσμένων μέτρων, η εκπαίδευση του προσωπικού στις νέες διαδικασίες και η προετοιμασία της οντότητας για επίσημους ελέγχους συμμόρφωσης, είναι τα κύρια σημεία της φάσης αυτής.
Η τέταρτη φάση, αφορά τη συνεχή παρακολούθηση και βελτίωση. Οι οντότητες πρέπει να εφαρμόσουν διαδικασίες συνεχούς αξιολόγησης, να προσαρμόζονται σε νέες απειλές και κανονιστικές εξελίξεις και να διασφαλίζουν ότι η συμμόρφωσή τους παραμένει επίκαιρη και αποτελεσματική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή του κανονισμού στο ελληνικό περιβάλλον, εκδίδοντας συμπληρωματικές οδηγίες και διευκρινίσεις. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρακολουθούν προσεκτικά αυτές τις εξελίξεις και να προσαρμόζουν αναλόγως τα σχέδια συμμόρφωσής τους.
Επίλογος
Συνοψίζοντας, ο κανονισμός αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα προς ένα πιο ανθεκτικό ψηφιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ευρώπη. Αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαχειρίζονται την κυβερνοασφάλεια και την ψηφιακή ανθεκτικότητα.
Ο κανονισμός αναμένεται να μετασχηματίσει την προσέγγιση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην κυβερνοασφάλεια, εναρμονίζοντας τα πρότυπα σε ολόκληρη την ΕΕ, ενισχύοντας τη συνεργασία και θεσπίζοντας ισχυρότερες διασφαλίσεις έναντι των ψηφιακών απειλών σε μια εποχή όπου η ψηφιακή ανθεκτικότητα αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για τη συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπρόσθετα, με την πλήρη εφαρμογή του, αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την ικανότητα του τομέα να αντιμετωπίζει και να ανακάμπτει από κυβερνοαπειλές, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και την αξιοπιστία που είναι απαραίτητες για την εμπιστοσύνη στο ψηφιακό χρηματοπιστωτικό οικοσύστημα.
Για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η συμμόρφωση με τον κανονισμό αποτελεί τόσο μια κανονιστική υποχρέωση όσο και μια ευκαιρία για την ενίσχυση των δυνατοτήτων τους στον τομέα της ψηφιακής ασφάλειας. Ωστόσο, η πορεία προς τη συμμόρφωση είναι γεμάτη προκλήσεις, ιδιαίτερα για τα μικρότερα ιδρύματα που μπορεί να μην διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους ή την τεχνογνωσία. Οι απαιτήσεις του νέου κανονισμού απαιτούν επενδύσεις, εξειδικευμένο προσωπικό και ένα συνολικό ανασχεδιασμό της στρατηγικής κυβερνοασφάλειας. Παρόλο που η εφαρμογή του μπορεί να είναι απαιτητική, προσφέρει την ευκαιρία για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα απέναντι στις σύγχρονες απειλές.
Η επιτυχής συμμόρφωση με τον κανονισμό απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση που συνδυάζει:
- Στρατηγική ηγεσία και δέσμευση
- Επαρκείς επενδύσεις σε τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό
- Συνεχή αξιολόγηση και βελτίωση των μέτρων ασφαλείας
- Στενή συνεργασία με ρυθμιστικές αρχές και άλλους οργανισμούς του κλάδου
Κλείνοντας, ο κανονισμός DORA δεν είναι απλώς μια νέα κανονιστική απαίτηση, αλλά ένας καταλύτης για την αναβάθμιση της κυβερνοασφάλειας στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα ελληνικά ιδρύματα που θα υιοθετήσουν μια στρατηγική προσέγγιση, αντιμετωπίζοντας τον DORA ως ευκαιρία για τη βελτίωση της συνολικής ψηφιακής τους ανθεκτικότητας, και όχι απλώς ως μια κανονιστική απαίτηση και ως βάρος, θα είναι καλύτερα τοποθετημένα για να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες κυβερνοαπειλές και να επωφεληθούν από την εμπιστοσύνη των πελατών και των συνεργατών τους και θα αποκτήσουν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η δέσμευση της ηγεσίας, οι επενδύσεις στις σωστές τεχνολογίες και ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και η συνεχής βελτίωση των πολιτικών ασφαλείας, θα αποτελέσουν τα θεμέλια για ένα μέλλον μεγαλύτερης ανθεκτικότητας και εμπιστοσύνης στον κλάδο.