Το WEB 2.0 περιλαμβάνει μία αρχιτεκτονική συμμετοχή. Μία σχεδίαση που ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση του χρήστη και τη συνεισφορά από την κοινότητα, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζεται η ενδυνάμωση των πολλών έναντι της μικρής τάσης των λίγων.
Το Διαδίκτυο αλλάζει τον τρόπο διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών, αναμειγνύει πλήθος θετικών και θεωρητικών επιστημών, όπως πληροφορικής, υπολογιστικής, πληροφοριών, επικοινωνιών, δημοσιογραφίας, πολιτικής και κοινωνικής ψυχολογίας. Επιτρέπει σε άτομα και μικρές επιχειρήσεις να γίνονται γνωστές σε όλο τον κόσμο. Οι χρήστες (users) ως πελάτες μπορούν να ψάξουν για τις καλύτερες τιμές, για σχεδόν κάθε προϊόν και υπηρεσία. Κοινότητες ειδικού και γενικού ενδιαφέροντος μπορούν να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους
Η ενημέρωση γίνεται πιο άμεση και παράγεται από τους ίδιους τους πολίτες. Το περιεχόμενο των ιστοθέσεων (websites) έχει πλέον σαν κινητήριος δύναμη τους ίδιους τους χρήστες – είτε πρόκειται για ιδιώτες, επιχειρήσεις, Οργανισμούς, εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το κυριότερο όμως που αφορά τα στελέχη ή τους εργαζόμενους των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη των πληροφοριών κατά την εξέλιξη του Παγκόσμιου Ιστού, είναι η διαρροή πληροφοριών της επιχείρησης μέσω κοινωνικών δικτύων, κοινωνικών μέσων, ιστολογίων (blogging) ή διάφορων άλλων αναρτήσεων προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο, στην εποχή που ο ίδιος ο χρήστης καθορίζει το περιεχόμενο το οποίο αναρτάται στις ιστοθέσεις. Έννοιες όπως η κοινωνική μηχανική (social engineering) και η διαχείριση της πληροφορίας μέσω ανοικτών πηγών (open source intelligence) κατά τα ethical hacking και penetration test επιχειρήσεων και Οργανισμών, γίνονται πλέον ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια των δεδομένων.
Από το ARPANET στο WEB 2.0
Η εξέλιξη του Internet και του Web 2.0 προήλθε αρχικά από το δίκτυο της ARPA (Advanced Research Projects Agency) που ανήκε στο Υπουργείο Άμυνας των Η.Π.Α., στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το ARPANET όπως ονομάστηκε, λειτουργούσε με μία τεχνική που ονομάζεται μεταγωγή πακέτου (packet), με βάση την οποία τα ψηφιακά δεδομένα στέλνονται σε μικρές ομάδες που καλούνται πακέτα. Το πρωτόκολλο επικοινωνίας του ARPANET έγινε γνωστό σαν πρωτόκολλο Ελέγχου Μεταγωγής (Transmission Control Protocol). Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του Διαδικτύου απαιτήθηκε η διοργανισμική (δηλαδή ανάμεσα σε Οργανισμούς) επικοινωνία. Η ARPA το πέτυχε με την ανάπτυξη του πρωτοκόλλου Internet (Internet Protocol-IP), ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία ενός δικτύου με ένα άλλο. Δηλαδή δημιουργήθηκε ένα «δίκτυο δικτύων» που αποτελεί και την τρέχουσα και βασική αρχιτεκτονική του Διαδικτύου σήμερα. Ο συνδυασμός των δύο πρωτοκόλλων ονομάζεται TCP/IP.
Συνοπτικά, τα βασικά χαρακτηριστικά του WEB 1.0 ήταν οι στατικές ιστοσελίδες και ο σχεδιασμός ιστοθέσεων (web design) υπό μορφή πίνακα στην πλευρά του χρήστη, ενώ στην πλευρά του διακομιστή κύριο και μοναδικό έργο ήταν η ασφαλής φιλοξενία της ιστοθέσης προκειμένου να είναι προσπελάσιμη από συγκεκριμένο σχετικά μικρό αριθμό χρηστών. Αντίστοιχο παράδειγμα σημερινής μορφής του WEB 2.0 είναι ιστοθέση στην οποία μπορούμε να δημοσιεύσουμε την άποψή μας σε όλο τον κόσμο ή να διαβάσουμε αντίστοιχα απόψεις των άλλων σε ένα ιστολόγιο (blogs), να βαθμολογούμε ιστοθέσεις, υπηρεσίες και προϊόντα υπηρεσιών (π.χ. Amazon, YouTube), να παρακολουθούμε τις υφιστάμενες διαπροσωπικές μας σχέσεις μέσω της κοινωνικής δικτύωσης (social media, π.χ. Facebook), να κατευθύνουμε ή να προσελκύουμε άλλους χρήστες ανάλογα με τις επιλογές μας (αγορές βιβλίων, ψηφοφορίες κ.ά.), να τηλεφωνούμε (Voice over IP) ή να γίνεται ζωντανό ρεπορτάζ μέσω του Διαδικτύου (Skype, MSN κ.λπ.) και να διαμορφώνουμε ηλεκτρονικά οι ίδιοι οι πελάτες το προϊόν μας (π.χ. αθλητικά παπούτσια εταιρείας Nike). Και όλα αυτά σε πραγματικό χρόνο (real time), χωρίς καθυστέρηση ή αναμονή, από οπουδήποτε και οποτεδήποτε, στηριζόμενοι σε διακομιστές που μπορούν και αλληλεπιδρούν άμεσα με το χρήστη.
Το WEB 1.0 αφορούσε μία μικρή ομάδα εταιρειών και διαφημιστών που παρήγαγαν περιεχόμενο το οποίο παρουσιαζόταν στο χρήστη. Από την άλλη, το WEB 2.0 εμπλέκει το χρήστη είτε γιατί το περιεχόμενο δημιουργείται από το χρήστη είτε γιατί οι χρήστες βοηθούν στην οργάνωση, στο μοίρασμα, στην ανάμιξη, στην κριτική και στην ενημέρωση. Ένας τρόπος να σκεφθούμε το WEB 1.0 είναι σαν μία διάλεξη, όπου ένας μικρός αριθμός καθηγητών (διακομιστές) πληροφορεί ένα μεγάλο κοινό μαθητών (χρήστες). Το WEB 2.0 από την άλλη, είναι μία συζήτηση όπου όλοι έχουν την ευκαιρία να μιλήσουν και να εκφράσουν την άποψή τους. Το WEB 2.0 περιλαμβάνει μια αρχιτεκτονική συμμετοχή. Μια σχεδίαση που ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση του χρήστη και τη συνεισφορά από την κοινότητα και ταυτόχρονα αναγνωρίζεται η ενδυνάμωση των πολλών έναντι της μικρής τάσης των λίγων. Σήμερα πολλές ιστοθέσεις βασίζονται αποκλειστικά σε περιεχόμενο παραγόμενο από το χρήστη. Σ’ αυτές τις ιστοθέσεις οι χρήστες παράγουν το περιεχόμενο και οι εταιρείες παρέχουν την πλατφόρμα. Αντίστοιχα όμως για την παραγωγή του περιεχομένου οι εταιρείες εμπιστεύονται τους χρήστες όπως αυτοί τις εταιρείες – χωρίς αυτή την εμπιστοσύνη οι χρήστες δεν θα μπορούσαν να κάνουν σημαντικές συνεισφορές στις ιστοθέσεις. Ταυτόχρονα οι χρήστες φαίνεται να εμπιστεύονται ολοένα και περισσότερο τη γνώμη των ίδιων των χρηστών, όταν μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτήν. Η παραδοσιακή ενεργητική διαφήμιση ή η επιλογή προϊόντος με κριτήριο το όνομα της φίρμας, δεν είναι πλέον το ίδιο αποτελεσματικές όσο παλαιότερα. Η αξιολόγηση του προϊόντος από τους χρήστες ορίζοντάς την ως παθητική διαφήμιση, αποτελεί τη βέλτιστη προώθησή του στα ηλεκτρονικά μέσα.
Συνοπτικά οι σημαντικότερες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στο WEB 2.0, όπως αυτές επίσης παρουσιάζονται στο Παρατηρητήριο της Κοινωνίας της Πληροφορίας, είναι:
- Πλούσια και διαδραστικά interfaces χρηστών (Rich Internet Applications-RIA) που χρησιμοποιούν τεχνολογία Flash, JavaScript, Ajax κ.ά. Αντί να φορτώνεται ολόκληρη η σελίδα ανανεώνονται μόνο τα δεδομένα, που αλλάζουν όσο ο χρήστης βρίσκεται ή επανέρχεται σ’ αυτήν (π.χ. στο Gmail όπου ο υπολογισμός του διαθέσιμου αποθηκευτικού χώρου ανανεώνεται σε πραγματικό χρόνο και από όλη τη σελίδα αλλάζει μόνο αυτός).
- Χρήση CSS (Cascading Style Sheets) για να διαχωρίζονται τα δεδομένα καθαρής πληροφορίας από τα δεδομένα μορφοποίησης σε μία ιστοσελίδα. Ο χρήστης βλέπει τα δεδομένα ανάλογα με το CSS που ο ίδιος έχει επιλέξει (π.χ. στην οθόνη, στον εκτυπωτή, μετατροπή σε φωνή ή σε μορφή ανάγνωσης για τυφλούς).
- Χρήση σημασιολογικών δεδομένων και microformats για να περιγράφεται η σημασία των δεδομένων που περιέχουν οι ιστοσελίδες. Έτσι αυτοκατηγοριοποιούνται και η αναζήτηση γίνεται ευκολότερη και πιο αποδοτική.
- Χρήση RSS feeds ή και Atom προσφέρουν τη δυνατότητα στους χρήστες να λαμβάνουν νέες πληροφορίες από διαφορετικές ιστοσελίδες τη στιγμή που δημοσιεύονται, χωρίς να χρειάζεται να τις επισκεφτούν. Η ενημέρωση αυτή γίνεται π.χ. στο πρόγραμμα περιήγησης του υπολογιστή του χρήστη ή σε κινητές συσκευές τηλεφώνου.
- Χρήση λογισμικού ανοικτού κώδικα (π.χ. Linux σαν λειτουργικό, Apache σαν Web server στο διακομιστή, MySQL σαν βάση δεδομένων και PHP, Pearl, Python, σαν γλώσσες προγραμματισμού).
- “Ελαφρά” πρωτόκολλα δικτύου REST και SOAP που χρησιμοποιούν απλές HTTP εντολές (get, post, put κ.λπ.) για ανάκτηση δεδομένων από τους διακομιστές.
- Αρχιτεκτονικές SOA (Service Oriented Architecture) που επιτρέπουν το διαμοιρασμό και την επαναχρησιμοποίηση υπηρεσιών – εφαρμογών από διαφορετικά προγράμματα λογισμικού και SaaS (Software as a Service) όπου οι εφαρμογές είναι εγκατεστημένες στον κεντρικό διακομιστή και οι χρήστες τις χρησιμοποιούν μέσω προγραμμάτων περιήγησης, ανεξαρτήτως υπολογιστή, τόπου και χρόνου.
Για την κατανόηση του WEB 2.0 και τη γενικότερη ανάλυσή του θα πρέπει να παρουσιαστούν συγκεκριμένες τεχνολογίες, διαδικασίες, ορισμοί, έννοιες και φαινόμενα που παρουσιάστηκαν κατά την ανάπτυξή του και αφορούν τη δυναμική του στην επιχειρηματικότητα. Στη συνέχεια επεξηγούνται η συλλογική ευφυΐα και η παρόμοια Σοφία του Πλήθους, η έννοια της οικονομίας της προσοχής (attention economy) και η αναζήτηση στο διαδίκτυο. Εξετάζονται επίσης η επίδραση του δικτύου και η αξία της ιστοθέσης, τα wikis, τα κοινωνικά δίκτυα (social networks), η έννοια της οικονομίας της προσοχής (attention economy) και της Θεωρίας Μεγάλης Ουράς (Long Tail), η κοινωνική μηχανική (social engineering) και τέλος τα ιστολόγια (blogs).
Συλλογική Ευφυΐα (Collaborative Filtering) και Σοφία του Πλήθους (Wisdom of crowds)
Η συλλογική ευφυΐα αφορά τη διαδικασία κατά την οποία οι πληροφορίες αναλύονται και επεξεργάζονται συλλογικά μέσα από συνεργασία διαφόρων χρηστών πάνω σε απόψεις. Οι εφαρμογές της συλλογικής ευφυΐας μπορούν να γίνουν μέσα σε μία εταιρεία από το προσωπικό, ηλεκτρονικά, σε οικονομικά στοιχεία αλλά και σε εφαρμογές του WEB 2.0. Πολλές εταιρείες στο Διαδίκτυο χρησιμοποιούν αποκλειστικά το περιεχόμενο που παράγεται από χρήστες, εκμεταλλευόμενοι τη συλλογική ευφυΐα η οποία βασίζεται στην αρχή ότι η συνεργασία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα έξυπνες ιδέες. Καθώς το περιεχόμενο που παράγεται από τους χρήστες είναι σημαντικό για τις εταιρείες, αυτές εκμεταλλεύονται τη συλλογική ευφυΐα. Οι αλγόριθμοι σε μηχανές αναζήτησης αξιολογούν τις προτιμήσεις των χρηστών, ώστε να δώσουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα στο χρήστη με βάση τη συλλογική ευφυΐα. Τον βοηθούν να ανακαλύψει νέα προϊόντα ή μουσική που προτιμούν άνθρωποι με παρόμοια ενδιαφέροντα. Δημοφιλέστερη μηχανή αναζήτησης αποτελεί η Google.
Συστήματα φήμης που χρησιμοποιούνται από εταιρείες όπως η eBay χρησιμοποιούν επίσης τη συλλογική ευφυΐα για να κτίσουν σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα σε αγοραστές και πωλητές, μοιραζόμενα την ανάδραση από τους χρήστες με την κοινότητα. Εκμεταλλευόμενες τη συλλογική ευφυΐα, την αρχή ότι μια μεγάλη και ποικιλόμορφη ομάδα ανθρώπων θα δημιουργήσει έξυπνες ιδέες – οι κοινότητες συνεργάζονται επίσης για να αναπτύξουν λογισμικό ανοικτού πηγαίου κώδικα, για το οποίο πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι είναι καλύτερο από το λογισμικό αποκλειστικής εκμετάλλευσης.
Η Σοφία του Πλήθους είναι παρόμοια με τη συλλογική ευφυΐα, με βασική διαφορά ότι το αποτέλεσμα της πρώτης δεν είναι απαραίτητο να είναι μια συλλογική διεργασία – τμήμα της διαμόρφωσης ενός αξιόπιστου πλήθους είναι να επιβεβαιωθεί ότι οι άνθρωποι δεν αλληλοεπηρεάζονται μεταξύ τους. Ο υπολογισμός της μέσης τιμής όλων των υποβολών σ’ ένα διαγωνισμό πρόβλεψης (π.χ. πρόβλεψη του αριθμού των καραμελών μέσα σ’ ένα βάζο) συχνά έχει ως αποτέλεσμα μία σχεδόν σωστή απάντηση, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν λάθος προβλέψεις και οι προβλέψεις μεταξύ τους διαφέρουν σημαντικά. Η εφαρμογή των επεξεργασμένων αποτελεσμάτων μπορεί πιθανότατα να είναι ακριβέστερη ακόμα και από μια ομάδα ειδικών, για παράδειγμα μέσα από μία δεξαμενή σκέψης (think tank).
Οικονομία της προσοχής (attention economy) και αναζήτηση στο Διαδίκτυο
Οι τεράστιες ποσότητες πληροφοριών που υφίστανται και παράγονται συνεχώς και αντίστοιχα ο ολοένα πιο περιορισμένος χρόνος των ανθρώπων, έχουν οδηγήσει στη διάσπαση της προσοχής μας από τις καθημερινές ενέργειές μας. Το περιεχόμενο που διατίθεται πλέον είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που μπορούν να διαχειριστούν οι άνθρωποι, δεδομένων των απαιτήσεων του χρόνου (βιολογικοί ρυθμοί του ανθρώπου12) που τους διατίθεται λόγω των οικογενειακών, επαγγελματικών, φιλικών και άλλων υποχρεώσεων. Η συνεχής ροή των πληροφοριών προκαλεί συνεχώς διάσπαση της προσοχής μας από υποχρεώσεις, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα συνέβαινε. Το φαινόμενο αυτό πολύ γενικά μπορεί να ονομασθεί οικονομία της προσοχής και εμφανίζεται σε πολλούς τομείς της ζωής μας (attention economy, information economy κ.ά.).
Θα έλεγε κανείς πως παραδοσιακά η στρατηγική ήταν να επενδύουν οι άνθρωποι σε καθαρά παραγόμενο προϊόν, όπως η πληροφορία σε διαφημίσεις, εφημερίδες, ταινίες. Σήμερα η στρατηγική αποτελεί αποκλειστικά την απόσπαση της προσοχής μας σε οποιαδήποτε (σημαντική ή όχι) πληροφορία. Η προσέγγιση δηλαδή για τη διαχείριση των πληροφοριών αντιμετωπίζει την ανθρώπινη προσοχή (human attention) ως ένα σπάνιο αγαθό, που θα πρέπει να γίνει εκμεταλλεύσιμο. Πάνω σ’ αυτήν εφαρμόζεται η οικονομική θεωρία για την αντιμετώπιση προβλημάτων διαχείρισης πληροφοριών. Ο πλούτος των πληροφοριών σήμερα δημιουργεί μια επιφανειακή προσοχή/εξέταση των ουσιαστικών καταστάσεων, δημιουργώντας ολοένα και περισσότερο την ανάγκη για αποτελεσματικότερη διαχείριση του χρόνου μας.
Στην πληροφορική, αυτόν το ρόλο έρχονται να διαχειριστούν οι μηχανές αναζήτησης στο WEB 2.0. Δεδομένου του μικρού χρόνου που διατίθεται για την εύρεση της πληροφορίας, οι μηχανές αναζήτησης προσπαθούν και βελτιώνονται συνεχώς στην ταχύτατη παροχή ακριβέστερων πληροφοριών. Επιπλέον δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες να φιλτράρουν τις πληροφορίες συγκεκριμένων λέξεων κ.ά., που θα τους παρέχουν κατά ημερομηνία, μορφή, γλώσσα, περιεχόμενο ή όχι. Η Google σαν μέθοδο – εκτός των άλλων – χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο PageRank, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τον αριθμό των συνδέσεων μέσα σε μία ιστοσελίδα και την ποιότητα των συνδεόμενων ιστοθέσεων ώστε να καθορίσει τη σημαντικότητα της σελίδας. Ιστοθέσεις με υψηλό PageRank εμφανίζονται στην κορυφή των αποτελεσμάτων αναζήτησης. Ταυτόχρονα υφίστανται μέθοδοι για τη βελτιστοποίηση των μηχανών αναζήτησης (search engine optimization), διαδικασία κατά την οποία γίνεται ρύθμιση ώστε μία ιστοθέση να παρουσιάζεται ψηλά στα αποτελέσματα αναζήτησης. Υφίστανται τρόποι βελτιστοποίησης άσπρου καπέλου (white hat SEO) όπου τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι αποδεκτά από τις μηχανές αναζήτησης, καθώς και τρόποι βελτιστοποίησης μαύρου καπέλου (black hat SEO) κατά τους οποίους οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται δεν εγκρίνονται από τις μηχανές αναζήτησης, αλλά προσπαθούν να τις ξεγελάσουν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.P. J. Deitel, H. M Deiterl, “Προγραμματισμός Internet & World Wide Web”, Γκιούρδας, 2008
Χαράλαμπος Γκιώνης
MSc Electrical Engineering (Computer Networks)