Το ESET Cloud Administrator, που χαρακτηρίζεται ως ένας «απομακρυσμένος κεντρικός έλεγχος», είναι μια cloud κονσόλα, που επιτρέπει την κεντρική διαχείριση των λύσεων ασφάλειας της ESET, όπως το ESET Endpoint Antivirus & Security για Windows, το ESET Endpoint Antivirus & Security για macOS και το ESET File Security για Microsoft Windows Server. Καθότι στηρίζεται στην τεχνολογία cloud, το ESET Cloud Administrator αποτελεί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μια πρακτική και εύχρηστη υπηρεσία, με δυνατότητα σύνδεσης από και προς οποιαδήποτε συσκευή ή τοποθεσία.
Το διαισθητικό περιβάλλον εργασίας της λύσης και η εύκολη εγκατάσταση σε endpoint επιτρέπουν στους υπεύθυνους του IT να διαχειρίζονται την ασφάλεια της εταιρίας, χωρίς να απαιτούνται εξειδικευμένες IT δεξιότητες. Παράλληλα, ο ESET Cloud Administrator αναλαμβάνει να ενημερώνει για τα συμβάντα ασφαλείας και για τη συνολική απόδοση των προϊόντων ασφαλείας ESET, που είναι εγκατεστημένα στο δίκτυο της εταιρίας.
Με το ESET Cloud Administrator δεν απαιτείται εγκατάσταση server διαχείρισης. Είναι άμεσα έτοιμο για χρήση, ενώ, παράλληλα, η λύση πραγματοποιεί αναβαθμίσεις στο παρασκήνιο, χωρίς την ανάγκη εισόδου του διαχειριστή, ελαχιστοποιώντας τη διακοπή της ροής στις εργασίες. Επιπλέον, ο ESET Cloud Administrator δεν απαιτεί πρόσθετο IT προσωπικό ή hardware, γεγονός που μειώνει σημαντικά το κόστος για τις ΜΜΕ.
«Για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, μια λύση ασφάλειας πρέπει να είναι αξιόπιστη, εύκολη στη χρήση και να έχει ελάχιστο αντίκτυπο στις IT διαδικασίες και στις επιχειρησιακές διεργασίες», δήλωσε ο Vladimír Maťovčík, Business Security Product Manager στην ESET. «Και το κόστος είναι ένα βασικό ζήτημα. Θέλουν τεχνολογία που είναι κατάλληλη για τις επιχειρηματικές ανάγκες τους σε προσιτή τιμή. Για τους πελάτες αυτούς, η ESET προσφέρει τώρα ένα μεγάλο «κομμάτι που έλειπε από το παζλ» που ταιριάζει με την υποδομή δικτύου, παρέχοντας στις ΜΜΕ τη «συνολική λύση ασφάλειας» που χρειάζονται».
Το ESET Cloud Administrator είναι πλέον διαθέσιμο παγκοσμίως, αφού προηγήθηκε το λανσάρισμά του ως πρόγραμμα «Early Access» σε οκτώ χώρες.