Πλήθος νομικών ζητημάτων γεννούν οι λεγόμενες αγορές ή συμβάσεις μέσω διαδικτύου, που προσδιορίζονται με τον όρο ηλεκτρονικό εμπόριο και αποτελούν μία από τις βασικότερες και πλέον σύγχρονες υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας.
Η ισχύουσα ελληνική νομοθεσία
Περιπλανώμενος κανείς στο διαδίκτυο, χάρη στην καλπάζουσα πλέον εξέλιξη της τεχνολογίας, μπορεί εύκολα και άμεσα να επιλέξει κάποιο προϊόν ή κάποια υπηρεσία και να προβεί ακολούθως στην αγορά τους. Δεδομένης της ιδιάζουσας φύσης του διαδικτύου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι νομικές ρυθμίσεις σχετικά με την κατάρτιση της ηλεκτρονικής σύμβασης (ηλεκτρονική αγοραπωλησία προϊόντων και υπηρεσιών) που έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την πραγματοποίηση ασφαλών συναλλαγών. Ακόμα πιο σημαντικές είναι οι ρυθμίσεις εκείνες που αφορούν στα στοιχεία και στις πληροφορίες που οφείλει να υποδεικνύει ο «ηλεκτρονικός έμπορος» ή αλλιώς προμηθευτής, στην ιστοσελίδα που αναρτά για την προώθηση των υπηρεσιών ή/και των εμπορευμάτων του.
Υποχρεώσεις του «ηλεκτρονικού εμπόρου» ως προς τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει στην ιστοσελίδα του
Ο Έλληνας νομοθέτης, ενσωματώνοντας στο ελληνικό δίκαιο τις αντίστοιχες διατάξεις των οδηγιών 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο και 97/7/ΕΚ για τις πωλήσεις από απόσταση, προβλέπει για τους «ηλεκτρονικούς εμπόρους» ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν, προκειμένου να εκτελούν νόμιμες ηλεκτρονικές εμπορικές πράξεις. Πιο συγκεκριμένα:
Γενικές Πληροφορίες:
Ο «ηλεκτρονικός έμπορος» οφείλει να προσφέρει στους αποδέκτες του και στις αρμόδιες αρχές, στην κεντρική ιστοσελίδα του, πρόσβαση σε γενικής φύσεως πληροφορίες, όπως λ.χ. την επωνυμία του, τη γεωγραφική διεύθυνση στην οποία είναι εγκατεστημένος ή την ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας του και γενικώς στοιχεία που επιτρέπουν την ταχεία, άμεση και ουσιαστική επικοινωνία με αυτόν. Η πρόσβαση αυτή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε οποιονδήποτε ανεξαιρέτως, καθώς επίσης και να παρέχεται σε μόνιμη βάση και με τρόπο άμεσο. Δεν θεωρείται λ.χ. άμεση, όταν παρέχεται έναντι αμοιβής. Επιπροσθέτως, ο «ηλεκτρονικός προμηθευτής» θα πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία εγγραφής του σε εμπορικό μητρώο καθώς και τα στοιχεία της σχετικής εποπτικής του αρχής (εφόσον υπόκειται σε καθεστώς έγκρισης), τον αριθμό αναγνώρισης του Φ.Π.Α. (εφόσον η δραστηριότητά του υπόκειται σε αυτό) και, τέλος, να αποσαφηνίζει πλήρως αν η αναγραφόμενη τιμή περιλαμβάνει φόρο και έξοδα αποστολής .
Ειδικά για τις B2C συναλλαγές (συναλλαγές μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή)
Όταν οι αγορές γίνονται μέσω μιας ιστοσελίδας, οι όροι που ακολουθούν την αγοραπωλησία δύνανται να θεωρηθούν ως γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ), αφού στην πλειοψηφία τους είναι γενικοί όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για έναν απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (σε μορφή ηλεκτρονικής φόρμας). Ο δε αγοραστής-χρήστης δεν έχει δικαίωμα διαπραγμάτευσής τους, αλλά απλώς τους αποδέχεται (συνήθως πατώντας ένα σχετικό εικονίδιο που αναφέρει τη λέξη ΄΄Αποδοχή όρων΄΄ ή ΄΄I accept΄΄) στο σύνολό τους, προκειμένου να ολοκληρώσει την αγορά. Αν λοιπόν ο αγοραστής-χρήστης έχει και την ιδιότητα του καταναλωτή (στην περίπτωση δηλαδή του B2C) , είναι δηλαδή φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και το οποίο κάνει χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών , τότε ο «ηλεκτρονικός έμπορος» οφείλει να του υποδείξει πριν από τη σύναψη της σύμβασης την ύπαρξη αυτών, κατά τρόπο σαφή και ευανάγνωστο , οι δε όροι αυτοί θα πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να κριθούν καταχρηστικοί (με κίνδυνο να ακυρωθούν στο σύνολό τους).
Επομένως, οι Γενικοί αυτοί όροι (συνήθως ονομάζονται και Terms of Use) θα πρέπει να παρουσιάζονται ευκρινώς στην οθόνη του Η/Υ του χρήστη, ώστε να δύναται αυτός (αν το θέλει) να τους αναγνώσει. Η υποχρέωση του ηλεκτρονικού εμπόρου εξαντλείται στο να τους θέσει υπόψη του καταναλωτή κατά τρόπο ευανάγνωστο. Εφόσον το πράξει αυτό, ο καταναλωτής δεν δύναται να επικαλεστεί το γεγονός ότι δεν τους διάβασε και άρα δεν γνώριζε το περιεχόμενό τους, αφού ο «έμπορος» έπραξε κάθε τι που ήταν δυνατό, προκειμένου ο αγοραστής να είναι σε θέση να ενημερωθεί για τους όρους αυτούς.
Έτσι, δεν αρκεί η υπόδειξή τους στη σελίδα υποδοχής του χρήστη στο δικτυακό τόπο, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζονται αυτοί και στην ιστοσελίδα στην οποία υπάρχει το έντυπο της παραγγελίας προς συμπλήρωση (ή έστω να υπάρχει κάποιος υπερσύνδεσμος -link- ο οποίος θα παραπέμπει στην αρχική σελίδα υποδοχής). Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την ένταξη των ΓΟΣ στη σύμβαση, είναι να βρίσκονται σε σημείο τέτοιο ώστε να συνδέονται με το έντυπο για την αποστολή της παραγγελίας . Επίσης, σύμφωνα και με τις διατάξεις του π.δ. 131/2003 οι γενικοί αυτοί όροι συναλλαγών θα πρέπει να παρέχονται από τον «ηλεκτρονικό έμπορο» κατά τρόπο που να επιτρέπει την αποθήκευση και την αναπαραγωγή τους (π.χ. εκτύπωσή τους) από τον αγοραστή -χρήστη.
Παράλληλα με τις πληροφορίες που προαναφέρθηκαν, προβλέπονται και κάποια επιπλέον στοιχεία που πρέπει να υποδεικνύει ο «ηλεκτρονικός έμπορος»: πριν από τη σύναψη της ηλεκτρονικής σύμβασης, η οποία αποτελεί σύμβαση από απόσταση , ο καταναλωτής θα πρέπει να λάβει γνώση:
- Των πληροφοριών που αφορούν κυρίως τα προσωπικά στοιχεία του προμηθευτή (ταυτότητα, διεύθυνση),
- Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αγοράζει (π.χ. τεχνικά χαρακτηριστικά, εξαρτήματα, χρώμα, μέγεθος κ.λπ.),
- Θέματα σχετικά με την παράδοση και μεταφορά του (π.χ. αν επιβαρύνεται με τυχόν επιπλέον κόστος),
- Την τιμή και τον ΦΠΑ (όταν δεν περιλαμβάνεται στην τιμή),
- Την ποσότητα,
- Πληροφορίες σχετικές με τη διάρκεια ισχύος τυχόν προσφορών,
- Την ύπαρξη του δικαιώματός του για υπαναχώρηση (για το δικαίωμα αυτό βλ. και παρακάτω).
Σύμφωνα λοιπόν με τις αρχές που διέπουν τις συμβάσεις από απόσταση και η αναφορά των ανωτέρω πληροφοριών θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ευκρινή, σαφή και κατανοητό, ενώ και τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να παρέχονται με τέτοιο τρόπο στον καταναλωτή, ώστε να είναι σε θέση να τα αποθηκεύσει και να τα αναπαράγει εφόσον το επιθυμεί.
Επιπλέον, η ηλεκτρονική σύμβαση θεωρείται άκυρη υπέρ του καταναλωτή, εάν αυτός δεν λάβει σε εύθετο χρόνο, μετά την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας και πάντως όχι αργότερα από τη στιγμή της παράδοσης των αγαθών, εγγράφως και στη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στη σύναψη της σύμβασης, πληροφορίες σχετικά με την επωνυμία και τη διεύθυνση του πιο προσιτού για τον καταναλωτή καταστήματος του προμηθευτή, όπου θα μπορεί να απευθύνεται για την επισκευή του προϊόντος, τον τρόπο καταβολής του τιμήματος, καθώς και πληροφορίες σχετικές με την εξυπηρέτηση μετά την πώληση και τις υφιστάμενες εμπορικές εγγυήσεις ή ακόμα και τους όρους καταγγελίας της σύμβασης (κυρίως όταν πρόκειται για σύμβαση αόριστου χρόνου ή διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους) .
Εντούτοις, ένα από τα πιο σημαντικά δικαιώματα του καταναλωτή κατά τις αγοραπωλησίες μέσω διαδικτύου, αποτελεί το ιδιαίτερο δικαίωμα αυτού για υπαναχώρηση από τη σύμβαση που έχει συνάψει και μάλιστα αναιτιολόγητα. Δηλαδή, εφόσον ο ηλεκτρονικός-έμπορος έχει εκπληρώσει το χρέος του για την παροχή των ανωτέρω πληροφοριών, ο αγοραστής μέσα σε ορισμένη προθεσμία (τουλάχιστον 14 ημερών) μπορεί να επιστρέψει το προϊόν στην αρχική του κατάσταση, χωρίς να επιβαρυνθεί με οποιαδήποτε δαπάνη, εκτός βέβαια από τα έξοδα επιστροφής και, το σημαντικότερο, χωρίς να απαιτείται να αιτιολογήσει την υπαναχώρηση του αυτή . Η προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης, αρχίζει για τα προϊόντα από την παραλαβή τους, ενώ για τις υπηρεσίες από τη λήψη των πληροφοριών (είτε με έγγραφα είτε με σταθερά μέσα) με τις οποίες ενημερώνεται ο αγοραστής ότι έχει συναφθεί η σύμβαση. Προσοχή, διότι σε περίπτωση όπου ο «ηλεκτρονικός προμηθευτής» δεν είχε παράσχει τις προαναφερθείσες πληροφορίες στον αγοραστή, τότε η προθεσμία για υπαναχώρηση είναι τρίμηνη. Το γεγονός της υπαναχώρησης θα πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως ή με οποιοδήποτε άλλο σταθερό μέσο, το οποίο υπάρχει στη διάθεση του αγοραστή ή στο οποίο αυτός έχει πρόσβαση. Εφόσον ο αγοραστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ο προμηθευτής οφείλει να επιστρέψει τα ποσά που του κατέβαλε ο καταναλωτής εντός τριάντα (30) ημερών.
Ειδικά για τις Β2Β συναλλαγές (συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων)
Ο φορέας παροχής υπηρεσιών, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι καταναλωτές αλλά αντιθέτως είναι επιχειρήσεις (στην περίπτωση δηλαδή του B2B) και δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, έχει υποχρέωση να παρέχει στον αγοραστή και μάλιστα πριν από την ανάθεση της παραγγελίας, ορισμένες πρόσθετες ειδικές πληροφορίες . Πρόκειται για την αναφορά των τεχνικών σταδίων που προηγούνται της κατάρτισης της σύμβασης, ώστε να γνωρίζει ο αποδέκτης (πελάτης) πότε π.χ. θεωρείται ότι καταρτίστηκε η σύμβαση ή ποιες είναι οι έννομες συνέπειές της. Πληροφορίες σχετικές με τη μετέπειτα αρχειοθέτηση, τις πιθανές γλώσσες σύναψης της σύμβασης καθώς και τυχόν κώδικες καλής συμπεριφοράς κατά την κατάρτιση των συναλλαγών, στους οποίους υπάγεται εκουσίως ο προμηθευτής- έμπορος, αποτελούν επιπλέον ειδικές υποχρεώσεις του τελευταίου.
Επίσης, ο ηλεκτρονικός έμπορος οφείλει να θέτει στη διάθεση του πελάτη, αλλά και να επεξηγεί τη χρήση κατάλληλων, αποτελεσματικών και προσιτών μέσων, που επιτρέπουν τη διόρθωση λαθών του αποδέκτη κατά τον ηλεκτρονικό χειρισμό πριν από την ανάθεση της παραγγελίας, δηλαδή τυχόν εσφαλμένη διαβίβαση της βούλησής του .
Μίνα Ζούλοβιτς, Δικηγόρος
Αναστασία Φύλλα, Δικηγόρος
Αρχοντούλα Καψή, Ασκ. Δικηγόρος