Το ζήτημα των ψευδών ειδήσεων (“fake news / hoaxes”) και της παραπληροφόρησης απασχολεί τα τελευταία έτη τις έννομες τάξεις πολλών κρατών (χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ίσχυσαν στην Ελλάδα τρεις διαφορετικές εκδοχές του ά. 191 ΠΚ μέσα σε 29 μήνες!) καθώς και τις νομικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι δεν πρόκειται για ένα νεοπαγές φαινόμενο, καθώς ψευδείς ειδήσεις υπάρχουν από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η παραπληροφόρηση φαίνεται τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λαμβάνει αξιοσημείωτες – για πρώτη φορά – διαστάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο εκπονήθηκε έρευνα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής από τον γράφοντα και διεπιστημονική ερευνητική ομάδα στο πλαίσιο εκπόνησης μεταδιδακτορικής διατριβής, η οποία υποστηρίχθηκε από το ΕΛΙΔΕΚ και τη ΓΓΕΚ.
Η αποτύπωση του ερευνητικού έργου περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραπληροφόρηση και fake news στο διαδίκτυο» (εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2022), όπου και αναλύονται οι νομικές, οι εγκληματολογικές και οι τεχνολογικές διαστάσεις της παραπληροφόρησης και των fake news.
Συγγραφέας του Βιβλίου είναι ο Δρ. Φώτης Σπυρόπουλος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ποινικολόγος (ΜΔΕ), εγκληματολόγος (ΜΔΕ)
Δ.Ν. τομέα ποινικών επιστημών Νομικής Ε.Κ.Π.Α.
Μεταδιδάκτορας Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
Αντιπρόεδρος Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.)
Στο έργο αυτό 472 σελίδων πραγματοποιείται μια επικαιροποιημένη ορολογική προσέγγιση των ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης. Παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά αξιολόγησης και ελέγχου της αξιοπιστίας του περιεχομένου των δημοσιεύσεων στο διαδίκτυο καθώς και η καίρια, πλέον, συμβολή της τεχνολογίας και ο ρόλος που αυτή διαδραματίζει στη δημιουργία, τη διάδοση αλλά και την πρόληψη των ψευδών ειδήσεων.
Διατρέχοντας τις σχετικές εγκληματολογικές θεωρίες για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο, προτείνονται θέσεις και μέτρα για την συνολική διαχείριση του φαινομένου, σε συνδυασμό και με επισκόπηση των ποινικών διατάξεων για την αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης από αρκετές έννομες τάξεις καθώς και των ευρωπαϊκών και διεθνών νομικών κειμένων και πρωτοβουλιών, που αφορούν στα “fake news” και την παραπληροφόρηση. Επίσης, στο ως άνω βιβλίο αναλύεται οι διάταξη του ά. 191 ΠΚ και οι τελευταίες τροποποιήσεις της καθώς και άλλες διατάξεις σχετικές με τις ψευδείς ειδήσεις.
Στο δεύτερο μέρος του ερευνητικού έργου παρουσιάζεται η έρευνα πεδίου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής διατριβής. Οι στόχοι του ως άνω ερευνητικού έργου αποτυπώνονται στις υποθέσεις της έρευνας πεδίου του έργου αυτού. Συγκεκριμένα, το ερευνητικό έργο είχε ως στόχους:
1) αναφορικά με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων μέσω διαδικτύου α) την καταγραφή και αποτύπωση των χαρακτηριστικών στοιχείων αναγνώρισης των ψευδών ειδήσεων από τους χρήστες του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων και β) την αποτύπωση των στάσεων σχετικά με τη διόγκωση των δυνατοτήτων διασποράς μέσω του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων και των τρόπων διασποράς ως χαρακτηριστικό στοιχείο των ψευδών ειδήσεων.
2) την καταγραφή στοιχείων θυματοποίησης χρηστών του διαδικτύου, εφόσον υφίσταται, από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, των εκφάνσεών της και την οικονομική ζημία ή το οικονομικό όφελος που ενδεχομένως να προκύπτει από τη δραστηριότητα αυτή. Το πόρισμα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την επιστημονική κοινότητα προκειμένου να λάβει αποφάσεις σχετικά με ενδεχόμενη αυστηρότερη ή όχι τιμώρηση της διασποράς των ψευδών ειδήσεων και ως συμβολή στον σχεδιασμό κατάλληλων εγκληματοπροληπτικών μέτρων.
3) τον έλεγχο της γενικοπροληπτικής αποτελεσματικότητας της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας και τη διατύπωση προτάσεων de lege ferenda για τη σύγχρονη νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου. Σκοπό της έρευνας απετέλεσε η αποτίμηση του αν και κατά πόσο οι χρήστες του διαδικτύου θεωρούν ότι είναι ασφαλείς με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, έτσι όπως αυτοί αντιλαμβάνονται την ύπαρξη του νόμου, σε σχέση και με το αν και κατά πόσο πιστεύουν ότι οι κείμενες διατάξεις έχουν λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους (επίδοξους) δράστες, ούτως ώστε να διατυπωθούν πληρέστερα προτάσεις για την αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας προς ανταπόκριση στις σύγχρονες αντιλήψεις και ανάγκες.
4) την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων πρόληψης και αντιμετώπισης της διασποράς ψευδών ειδήσεων, οι οποίοι δύνανται να λειτουργούν συμπληρωματικά ή παραπληρωματικά με τις ποινικές διατάξεις, στο πλαίσιο της κοινωνικής ή της περιστασιακής πρόληψης. Η έρευνα είχε ως στόχο την αναζήτηση πρακτικών που κινούνται εκτός του ποινικού συστήματος και της ποινικής δικαιοσύνης και μπορεί να εφάπτονται σε άλλους κλάδους του δικαίου ή να βρίσκονται εκτός της θέσπισης κανόνων δικαίου.
Συμπερασματικά, η καταγραφή των ανωτέρω στοιχείων από την έρευνα καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το δείγμα αντιμετωπίζει το φαινόμενο της παραπληροφόρησης στο πλαίσιο μιας αναποτελεσματικής νομοθεσίας και από τα αποτελέσματα εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για την περαιτέρω τροποποίηση της νομοθεσίας (ενδεικτικά: επιβαρυντική περίσταση σε περίπτωση οικονομικού οφέλους ή ζημίας), τη χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής και σχετικού κανονιστικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.
Μπορείτε να αποκτήσετε το βιβλίο απο την ιστοσελίδα της Νομικής Βιβλιοθήκης εδώ