Υψηλότερο σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο είναι το ποσοστό των στελεχών στην Ελλάδα, που δηλώνει ότι γνωρίζει τί προβλέπει ο ευρωπαϊκός Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ-GDPR). Στην ερώτηση πόσο καλά γνωρίζουν τις προβλέψεις του GDPR, μόνο το 40% των στελεχών παγκοσμίως απαντά “καλά” ή “αρκετά καλά”. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 50%, έναντι 65% στη Δυτική Ευρώπη, 54% στις αναπτυγμένες οικονομίες και μόλις 29% στις αναδυόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας της ΕΥ, στην ερώτηση “πόσο πιθανό είναι να εξασκήσετε το δικαίωμά σας να ζητήσετε να διαγραφούν τα προσωπικά σας στοιχεία;”, μόνο το 24%, παγκοσμίως και 22% των Ελλήνων απαντούν καταφατικά. “Είναι προφανές ότι, στην Ελλάδα, απαιτείται εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ενημέρωση, τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων και του Δημόσιου Τομέα για τα ζητήματα που άπτονται του ΓΚΠΔ, καθώς η μη συμμόρφωση επιφέρει σημαντικές ποινές και κυρώσεις”, αναφέρει η έρευνα της ΕΥ.
Οι ερευνητές ζήτησαν, επίσης, από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζει η επιχείρησή τους. Στην Ελλάδα, η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν το μακροοικονομικό περιβάλλον (48%, έναντι 42% του συνολικού δείγματος και 45% στις αναδυόμενες αγορές). Ακολουθούν οι μεταβολές στο ρυθμιστικό περιβάλλον (38% στην Ελλάδα και 43% στο συνολικό δείγμα) και οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο (32% και 37% αντίστοιχα).
Διαφθορά
Η έρευνα της ΕΥ, στην οποία περιλαμβάνονται τα παραπάνω ευρήματα και στην οποία συμμετείχαν περίπου 2.550 στελέχη επιχειρήσεων από 55 χώρες, διερευνά – κατά βάση – το φαινόμενο της εταιρικής απάτης. Σύμφωνα με όσα διαπιστώνει η μελέτη (Global Fraud Survey), παρά την αυστηροποίηση της νομοθεσίας παγκοσμίως και την επιβολή προστίμων, που ξεπερνούν τα $11 δις από το 2012, η έκταση των φαινομένων διαφθοράς και απάτης δεν έχει μειωθεί. Από την 15η έκδοση της παγκόσμιας, διετούς έρευνας της ΕΥ προκύπτει, εξάλλου, ότι το 38% των στελεχών παγκοσμίως εξακολουθεί να θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα του, ποσοστό ελάχιστα μειωμένο από το 39% που κατέγραψε η αντίστοιχη έρευνα του 2016. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στις αναπτυσσόμενες αγορές, το ποσοστό αυτό (52%) είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις αναπτυγμένες αγορές (20%) και τη Δυτική Ευρώπη (21%).
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η έρευνα κατέγραψε μία σημαντική μείωση του αντίστοιχου ποσοστού στο 46% σε σχέση με 81% στην περσινή, ενδιάμεση έρευνα για την περιοχή της ΕΜΕΙΑ, 62% το 2016 και 69% στην ενδιάμεση έρευνα του 2015 για την ΕΜΕΙΑ. Ωστόσο, το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα μας παραμένει αισθητά υψηλότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές και αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς κινείται στα επίπεδα των αναδυομένων αγορών. Να σημειωθεί, πάντως, ότι σε έξι ευρωπαϊκές χώρες οι εκτιμήσεις των στελεχών για την έκταση των φαινομένων διαφθοράς ήταν υψηλότερες από την Ελλάδα: στην Τσεχία (56%), τη Βουλγαρία (60%), τη Σλοβακία και την Ουγγαρία (66%), την Ιταλία (68%) και την Κύπρο (80%). Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει υψηλότερα ή παρόμοια ποσοστά με χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία (46%), η Ινδονησία (42%), η Ινδία (40%), η Μέση Ανατολή (38%), η Ρουμανία (34%), και η Τουρκία (32%).
Δωροδοκία
Η έρευνα της ΕΥ εξέτασε, επίσης, τις μορφές δωροδοκίας ή διαφθοράς που είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τα στελέχη των επιχειρήσεων. Ως πιο διαδεδομένη πρακτική αναδεικνύεται η πληρωμή μετρητών, με το 13% του δείγματος παγκοσμίως να δηλώνει θα δικαιολογούσε την πρακτική αυτή, αν θα βοηθούσε την επιχείρησή του να επιβιώσει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης.
Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι αισθητά υψηλότερο στο 20%, έναντι 5% στη Δυτική Ευρώπη και 6% στις αναπτυγμένες αγορές. Οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες όπου καταγράφεται υψηλότερο ποσοστό σε αυτήν την ερώτηση είναι η Σλοβακία και η Κύπρος (από 44%). Αντίθετα, τα στελέχη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εμφανίζονται λιγότερο δεκτικά απέναντι σε άλλες μορφές διαφθοράς: 6% θα δικαιολογούσε προσωπικά δώρα ή την παραποίηση οικονομικών στοιχείων, έναντι 11% και 5% αντίστοιχα στο σύνολο του δείγματος, ενώ μόλις 4% θα αποδεχόταν δωροδοκία υπό μορφή διασκέδασης ή φιλοξενίας, έναντι 21% στο συνολικό δείγμα.